εξειλιγμένος

εξειλιγμένος
η , ο[ν] развитой; современный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εξειλιγμένος" в других словарях:

  • εξειλιγμένος — η, ον βλ. εξελίσσω …   Dictionary of Greek

  • ἐξειλιγμένος — ἐξελίσσω unroll perf part mp masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξελιγμένος — και εξειλιγμένος, η, ο (AM έξειλιγμένος) ξεδιπλωμένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποστεί εξέλιξη, ο προηγμένος πολιτιστικά 2. μαθημ. το θηλ. ως ουσ. η εξειλιγμένη εξειλιγμένη μιας δοθείσας καμπύλης είναι μια νέα καμπύλη η οποία μπορεί να θεωρηθεί… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»